Λευκά Όρη | 35.2917° N, 24.0311° E.
Η τιμητική ξενάγηση στο μιτάτο-έπαυλη της οικογένειας του κύριου Δημήτρη (όπως χαριτολογούμε αργότερα μπροστά του), εκεί όπου καθημερινά κοπιάζουν για να μεγαλώσουν την πολυμελή οικογένειά τους και άλλοτε στήνουν σκηνές και γλέντια, καμάρι τους, ξεκινά μ’ ένα μοιραίο λάθος. Μπλέκουμε στους κατσικόδρομους και καθυστερούμε στο ραντεβού!
Τα Λευκά Όρη δεσπόζουν στο νομό Χανίων. Αν μπορούσατε, μάλιστα, να τα δείτε από ψηλά, θα καταλαβαίνατε αμέσως και την έκταση, και τη σπουδαιότητά τους.
Από εδώ ξεκινά η γνωριμία με την απέραντη θάλασσα, λόγω θέας. Από τη μία το Κρητικό πέλαγος, από την άλλη το Λιβυκό και κάτω τα χωριά του Αποκόρωνα. Αν είσαι ένας από τους βοσκούς τους, έχεις την αίσθηση ότι ζεις κάτω από πολλά διαφορετικά βουνά: τους δύσκολους μήνες του χειμώνα, με τα πολλά χιόνια και τους συχνούς αποκλεισμούς, τα Λευκά Όρη φανερώνουν τις απαιτήσεις τους: δουλευταράδες ανθρώπους που διδάσκουν την αξιοσύνη και την παράδοση. Τίποτα δεν τους λείπει. Αυτάρκεια φουλ. Και ομορφιά. Οι Μαδάρες, άλλωστε, είναι «ένα οικολογικό παραδοσιακό πάρκο», όπως λέει και ο κύριος Δημήτρης από τα Κυριακοσέλια. Ό,τι δείχνει εδώ στραπατσαρισμένο δεν είναι κατώτερης ποιότητας. Εδώ πάνω, κοιτάς το μέσα κι όχι το περιτύλιγμα - σε ανθρώπους και καρπούς.
Εκεί λοιπόν, που τα επιβλητικά βουνά των Μαδάρων υψώνονται προκαλώντας κάτι περισσότερο από δέος, οι άνθρωποι μιλούν με τα μάτια. Είναι μελαμψοί, έχουν απόμακρα χαμόγελα και χέρια όλο φλέβες, ενώ οι λεβεντόκορμοι μαυροπουκαμισάδες κυκλοφορούν με τη ρακή ανά χείρας και αρχίζουν τα «καλέσματα» στους γύρω τους σα μανιακοί. Εδώ, σίγουρα ο τουρισμός δεν έχει αλλοιώσει τις ψυχές και οι κώδικες αξιών συνεχίζουν ν’ ανδρώνουν γενιές και γενιές διαιωνίζοντας σύμβολα ανερμήνευτης κρητικής ιδιοσυγκρασίας. Δεν είναι θαλασσινοί Κρητικοί, είναι ορεσίβιοι (Αορείτες). Είναι οι άνθρωποι των Μαδάρων, που έμαθαν να σέβονται σαν σοφό δάσκαλο το βουνό που αντικρίζουν κάθε μέρα πάνω από τα κεφάλια τους απολαμβάνοντας ένα τοπίο άγριο και ήμερο συνάμα, με τις επιβλητικές κορυφές στην πλάτη και βλέμμα στον εύφορο κάμπο και τις θάλασσες της βορειοδυτικής Κρήτης.
«Τι ωραία που ζείτε εσείς εδώ», του λέμε μετά από ώρα.
«Δεν έχετε έρθει χειμώνα. Τώρα είναι καλοκαίρι και όλα γλύκαναν», μας απαντά χαμογελώντας μαλακά.
Εκτός από τον δάσκαλο όμως, ο δια βίου μαθητής και πρωτότοκος υιός του, ο Γιώργης, αναλαμβάνει να μας μυήσει καλύτερα στην καθημερινότητά τους. «Μοιάζει εύκολη, αλλά δεν είναι. Κάνω δύο δουλειές για να συντηρώ την οικογένειά μου», μας λέει για να πάψουμε να ακουγόμαστε σαν τουριστάκια. Βοσκαρουδάκι κι ο ίδιος από μωρό σχεδόν, σήμερα, στα 27 του και με δύο παιδιά παρακαλώ, μας πετά την πιο απλή συμβουλή: «Αυτό που σε προστάζει η φύση εδώ θες δε θες, θα το φτιάξεις».
Και πώς αρμέγεις, ρε Γιώργο, τόσες κατσίκες; Έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε που τα θυμάστε κύριε Δημήτρη; Βόσκουν, αρμέγουν, τυροκομούν, χτίζουν, σπέρνουν, θερίζουν, σκαλίζουν μην πάει χαμένο εκτάρι γης, πολεμάνε με το χέρι και την ψυχή. Φυτεύουν γη και γλάστρες με μαλοτήρα. Κάνουν σχεδόν καθημερινά ορειβασίες, σκαρφαλώματα στον Κατσιβέλι. Κοιτάζουμε ψηλά για αετούς, τα αγέρωχα πουλιά που ψάχνουν για νεογνά ερίφια, μας κάνουν την τιμή και πετάνε κάπου κοντά μας. Αγριοκάτσικα και πρόβατα τριγυρίζουν ελεύθερα. Μας κόβει «κοντούλες» (μικρούτσικα αχλάδια) και μας φτιάχνει ελληνικό σε ποτήρι νερού (μερακλήδικο). Τη σκυτάλη πήρε σταδιακά το άρμεγμα από τον υιό, ο οποίος υποβασταζόμενος από μια χειροποίητη κούνια ανέλαβε να βγάλει το γάλα ημέρας...
Μαζί τους μαθαίνουμε νέες λέξεις: αντάρες=μπόρες, αόρια=όρη, κακοστραθιά=δύσβατος δρόμος. Ξεχνάμε μια για πάντα δυο-τρεις: φασαρία και θόρυβο. Συναπαντιόμαστε με τον «γείτονα» λαλίστατο μελισσοκόμο, Κουρονικόλα, με ζώα που βαδίζουν σύριζα στα συρματοπλέγματα. Δοκιμάζουμε τη γεύση της αστράγγιστης ανάλατης μυζήθρας - που μας προκαλεί συγκίνηση, μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε την ντόπια πατάτα, την ντομάτα από τον παλιό καρπό, να ακούμε ιστορίες από τα παλιά για τα θαλασσινά Σφακιά. Διδασκόμαστε την αρχή της φυσικής ανθρωπιάς. Μέχρι και για την οικοδόμηση μαθαίνουμε. Το πώς έσυραν μέχρι εδώ πάνω γιγάντιες πέτρες. «Ε, με κόλπα», λέει ο υιός καμαρωτά.Σφεντάμια και πέτρες συνεχίζουν να σκαλίζονται μέχρι σήμερα, οι πόρτες των μιτάτων τους (έχουν και «παράρτημα» λέει πάνω σε μια κορυφή των Μαδάρων αν τύχει και διανυκτερεύσουν πάνω στην κορυφή της Σβουριχτής) είναι ορθάνοιχτες για τους φίλους και πλούσια γαστρονομία συνοδεύει την καθημερινότητα, ενώ την ίδια στιγμή, στην επικράτειά τους ο ξένος γίνεται τιμώμενο πρόσωπο.
Η παρέα του μιτάτου μας κρατά αιχμάλωτους για ώρες. Και μας χαρίζει κάμποσες ευχές μαζί με τα ποτήρια που γεμίζουν αδιάκοπα ντόπιο κρασί. Έτσι, «μια ορθή για τον καλό δρόμο», συμπληρώνει ο γείτονας χαχανιστά. «Θα βρω κλειστή την πόρτα του σπιτιού», προσθέτει λέγοντας ότι θα τον τιμωρήσει η γυναίκα του που έφαγε επαέ. Και μας θυμίζουν πώς επιβίωναν (λιτά) κάποτε οι άνθρωποι, αλλά και οι παππούδες μας. Μερικές από τις κοντούλες που έμειναν αφάγωτες σε χαρτοπετσέτα και δώστου μακρόσυρτος αποχαιρετισμός.
Ο οικοδεσπότης μας, κύριος Δημήτρης είναι ένα πρότυπο ισορροπίας ανάμεσα στην αποτραβηγμένη γαλήνη και τη διψασμένη ανθρώπινη εγρήγορση. Σίγουρα εμπνέουν τέτοιοι άοκνοι και αειθαλείς άνθρωποι με έναν αόρατο και ανεπαίσθητο τρόπο.
Όταν τον συναντήσαμε φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε στα μάτια – μην τον ενοχλήσουμε. 30+ εμείς, 60+ εκείνος και το «κοπέλι» δίπλα του, πατέρας και υιός, βοσκοί της ανυπότακτης γης των Λευκών Ορέων, που στέλνουν χειμώνα-καλοκαίρι την παγωμένη τους ανάσα στους κούμους και τα λημέρια των ορνέων. Μετά από κάμποσες ώρες «καλεσμάτων», εργατοωρών αρμέγματος, μαθήματα τοπικής αρχιτεκτονικής, αυτοσχέδια τραπεζώματα που στα κρητικά μιτάτα πάνε χέρι-χέρι, δεν ξεκολλούσαμε από πάνω του. Και κάθε που λαλούσε μια λέξη σε κρητική διάλεκτο, ψηλαφούσαμε με δέος τις σκέψεις του. «Να ‘στε καλά που ήρθατε γιατί κάθε μέρα εδώ δεν βλέπουμε άνθρωπο». «Να ξανάρθετε όποτενε θέλετε».
Καλή μας αντάμωση.