Σκοτεινιάζει…Σωπαίνουν όλοι και το πορτοκαλί φεγγάρι δύει πίσω από τα βουνά. Με γιαγιάδες και παππούδες να παρακολουθούν επίσης ενθουσιασμένοι και να δίνουν την «ευχή» τους.
Το Parthenώn Film Festival, διοργανώνεται στη γραφική πλατεία του ομώνυμου χωριού της Σιθωνίας στην Χαλκιδική και μετά από 5 χρόνια έχει καθιερωθεί σαν ένας παρεΐστικος θερινός θεσμός με προσεγμένες επιλογές από τον ελληνικό και παγκόσμιο κινηματογράφο, ελεύθερη είσοδο, ντόπιους και ξένους κι ένα κοινό που συνδυάζει το πρόγραμμα του φεστιβάλ με τα θέλγητρα του ελληνικού καλοκαιριού.
Ο άλλος Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας ζει στο όνειρο της συνολικής ανάπλασης, που όμως δεν σταμάτησε τον εκτοπισμό των κατοίκων του. Το χωριό γραφικό - από κείνα που θες να φωτογραφίζεις τα χερούλια στις πόρτες. Βρίσκεται στο κέντρο της παραθεριστικής ζώνης της Σιθωνίας και όμως πολλοί αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του. Εκείνο υψώνεται υπερήφανο, μακριά από το βουητό των κοχυλιών, και αν και σχεδόν ακατοίκητο, δεμένο αρμονικά με την ημιορεινή φύση που το περιβάλλει σαν ένα κατεξοχήν ρομαντικό τοπίο για όλα τα ερωτευμένα ζευγαράκια (και όχι μόνο) της βόρειας Ελλάδας.
Η Χαλκιδική των παιδικών αναμνήσεων
Άραγε μπορούμε να νιώσουμε πάλι παιδιά;
Οι παιδικές αναμνήσεις είναι σαν τις τηγανητές πατάτες. Είναι πάντα νόστιμες, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να ξαναποκτήσουν τη γεύση που είχαν όταν ήσουν μικρός.
Τι είναι «επιστροφή στην αθωότητα»; Αν όχι εκεί που κάθε δέντρο κρύβει αναμνήσεις γεμάτες με παιδικό ενθουσιασμό;
Εκεί, όπου όλα φάνταζαν πιο εύκολα.
Στο χωριό.
Ο Παρθενώνας του σήμερα, που φυλάει μέσα του τον Παρθενώνα του χθες, είναι εκεί που είδαν πρώτη φορά με μάτια παιδικά, ΣΙΝΕΜΑ. Για τα μικρά παιδιά της επαρχίας, η προβολή μιας ταινίας φάνταζε πάντα μεγαθήριο, ατελείωτη και παράλληλα τόσο ωραία. Ο Χρήστος, ο Φώτης, η Μάγδα, ο Άγγελος και ο Στράτος, παιδιά που αφουγκράζονται μιαν άλλη εποχή και νοσταλγοί ενός παλιού ξεχασμένου κόσμου, ξεκίνησαν από το μικρό τους θαλασσοχώρι (το Νέο Μαρμαρά) και, ταξιδεύοντας μέσα από το χρόνο και μέσα στο χρόνο, έφτιαξαν ένα φεστιβάλ για να μας εξιστορήσουν με τη δική τους μαγική γλώσσα το γοητευτικό παραμύθι της ζωής τους. Έτσι, μια κάποια μέρα του 2015 αντάλλαξαν τις κινηματογραφικές ψυχές τους και τις κατέθεσαν παρέα. Σύναψαν μυστική συμφωνία στο βωμό ενός αφελούς παιδικού συναισθήματος και τελικά, κατάφεραν να τις εκτοξεύσουν ως το φεγγάρι και να ξεδιπλώσουν κινηματογραφικά πανιά πάνω από το χωριό των παππούδων τους – θυμίζοντάς μας πως μόνο όταν αφεθούμε στις ρίζες μας, θ’ ακούσουμε τις πιο κεκαλυμμένες μας αναμνήσεις, μέσα στις οποίες και κρύβεται η ουτοπική υπόσχεση ενός καλύτερου, πιο χαρούμενου, λυτρωμένου κόσμου.
Το Βορειοελλαδίτικο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Παρθενώνα μας κερνάει ιδέες αναδεικνύοντας πώς η ανεξάντλητη αγάπη για το σινεμά μπορεί να γκρεμίσει τις συμβατικότητες των καιρών μας και να ανοίξει φωτεινές σχισμές στα στενά ενός διατηρητέου ιστορικού οικισμού.
Η επιτυχημένη διοργάνωση του Parthenώn Film Festival έγκειται στο ότι κατάφερε να δημιουργήσει τις δικές της παραδόσεις, τα δικά της «έθιμα», τις δικές της σταθερές και κατά αυτόν τον τρόπο να εξελίσσεται πια και πέρα από «τα στενά» όρια του χωριού, με σημαντικές δράσεις ολόχρονα. Σαν έρθει η ώρα των βραδινών προβολών όμως, η πλατεία θα συνεχίσει να φωτίζεται ειδυλλιακά, οι γρύλλοι να παίρνουν τη θέση των τζιτζικιών, μέχρι ν’ αρχίσει η ταινία.
Κάτι παίζει στα χωριά της Ελλάδας
Σινεμά στην πλατεία του χωριού. Η αξία του όλου εγχειρήματος ευτυχώς δεν εξαντλείται στην παλιομοδίτικη γοητεία του…
Πολλά ελληνικά χωριά βρίσκονται σήμερα στο σκοτάδι αλλά ο κόσμος πάντα πηγαινοέρχεται σ’ αυτά όταν κάποιος ψήνει σουβλάκια και το κρασί ρέει άφθονο στα γνωστά πανηγύρια. Τελευταία όμως, ολοένα και περισσότερες ομάδες νεαρών δραστηριοποιούνται και φτιάχνουν διήμερα εκδηλώσεων ή φεστιβάλ. Μουσικοί φορτώνουν μπάσα και ενισχυτές, καλλιτέχνες προετοιμάζονται για εργαστήρια και ξαφνικά προσγειώνονται κάτι τύποι με τατουάζ και σανδάλια που καπνίζουνε στριφτά και μιλάνε για roadtrips σε καφενεία πλάι στους ηλικιωμένους που παίζουνε τάβλι και μιλάνε για σοδειές. Χωρίς να προσπερνούν τις ανοιχτές αυλές με τις γιαγιάδες, οι οποίες τους χαιρετούν χαρωπά και τους προσκαλούν για καφέ. Απλά παίρνουν από μια πλαστική καρέκλα και κάθονται δίπλα τους. Ένα κέντημα από αντιφάσεις η εικόνα. Αλλά αν αυτό δεν είναι μια τεράστια κληρονομιά, τότε τι είναι; Μπορεί η τέχνη από μόνη της να μην μπορεί να ξορκίσει την παρακμή των καιρών ή των χωριών μας, όμως το σινεμά, είναι μια αρχή και κανείς δεν υποτιμά τη δύναμη του.
Αυτό είναι ένα κείμενο για τα παιδικά όνειρα (που παίρνουν σάρκα και οστά) και την απενοχοποίησή τους. Για τον φίλο μου τον Χ. που «ήρθε μαζί» με το σινεμά σε αυτό τον κόσμο. Βγήκε από τα άδυτα κι άρχισε να βλέπει ταινίες δηλαδή. Που από προ αμνημονεύτων χρόνων έλεγε ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει φεστιβάλ και (σχεδόν) όλοι τον περιφρονούσαν. Μετά, μπογαλάκι και βουρ! Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο. Τώρα επιστροφή στο χωριό (έστω και για όσο θα διαρκέσει μια ταινία).