Όσο κατεβαίνεις νότια, η γεύση της Ελλάδας λες και συμπυκνώνεται, αποκτώντας όλο και πιο έντονα αρώματα. Στην Κάσο συντελείται η απόλυτη έκρηξη, το απόγειο της νοστιμιάς.
Η Κάσος δεν είναι νησί. Με άλλα λόγια, ο εραστής των ελληνικών νησιών ή και της Κρήτης δεν θα συναντήσει εδώ κανέναν κοινό τόπο. Γιατί το νησί ακουμπά με όλη του χάρη στις ακτές της Αλεξάνδρειας, μιλά άπταιστα την αιγυπτιακή διάλεκτο, αδιαφορώντας για το στυλ του Αιγαίου. Εδώ, όλα μοιράζονται ανάμεσα στη μνήμη μιας αιγυπτιακής κοινωνίας, τη μεσογειακή ραστώνη και ακόμη και τα πιο «μοντέρνα» μαγαζιά έχουν την παλιά χάρη μιας Ελλάδας του ’70. Ένα νησί που μυρίζει φαγητό από παντού, ξεχύνεται σαν όνειρο καλοκαιρινό από τηγανητούς λουκουμάδες, σιτάκα και τηγανητό κρεμμύδι έξω από τα μοναστήρια των πανηγυριών, σε βάζει σε πειρασμό να μασουλήσεις κάτι σχεδόν σε κάθε γωνιά του.
Η εμπειρία εδώ δεν περιγράφεται με λόγια. Οι Έλληνες άποικοι της Αιγύπτου έφεραν πρώτοι τη ξενική γνώση και τα μπαχαρικά, οι Κρητικοί - τη ρακί και τη τεχνογνωσία της γης, οι ντόπιες γυναίκες τη μαεστρία. Πολλοί λαοί μέσα σε ένα μοναδικό εδεσματολόγιο, που όμως φτάνει ένα ταξίδι για να εμπεδώσεις. Κάποια πιάτα είναι επηρεασμένα από τους ναυτικούς και όλα προσαρμοσμένα στις πρώτες ύλες που παράγει το νησί. Στην Κάσο με τις μπουκιές γεμάτες ιστορία, η ανανέωση δεν είναι ακριβώς το ζητούμενο. Οι chefs επιμένουν στην παράδοσή τους, τα πιάτα εμπνέονται απ’ αυτήν, ενώ τα υλικά είναι ως επί το πλείστον ντόπια. Και όπου κάθε πιάτο, κάθε πιατέλα, και μια διαφορετική ιστορία φιλοξενίας.
Η Κάσος βέβαια δεν είναι μόνο μια απόκοσμη εμπειρία μύησης στην σιτάκα, δε συνοψίζεται σ’ ένα πιάτο μακαρούνες ή ένα βουτυράτο πιλάφι με κανέλα. Η δύναμη αυτού του νησιού είναι τα παραδοσιακά εδέσματα που όμως αντικατοπτρίζουν τους δεσμούς των ανθρώπων μεταξύ τους. Κάθε γλέντι έχει το δικό του μοναδικό αλμυρό ή γλυκό, με τη δοκιμή των οποίων ακόμη κι ο ξένος, γίνεται κοινωνός των μυστικών του νησιού, μαθαίνει τα μυστικά της δικής του ψυχής που χάθηκε στον πολιτισμό.